- μουνιαδικόν
- μουνιᾰδικόν, τό,A = βουνιάς, prob. in Edict.Diocl.6.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουνιαδικόν — μουνιαδικόν, τὸ (Α) [μουνιάς] το μονοετές ποώδες φυτό βουνιάς, τής οικογένειας τών σταυρανθών, τού οποίου το είδος erucago απαντά και στην Ελλάδα και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό … Dictionary of Greek
μουνιάς — μουνιάς, ἡ (Α) μουνιαδικόν*, βουνιάς … Dictionary of Greek